ακουμπιστός

ακουμπιστός
-ή, -ό
επίρρ. ακουμπισμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακούμπιστος — η, ο [ακουμπιστός] ο ακούμπητος …   Dictionary of Greek

  • ακουμπιστός — ή, ό [ακουμπίζω] αυτός που έχει ακουμπήσει κάπου, ακουμπισμένος, στηριγμένος …   Dictionary of Greek

  • ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω …   Dictionary of Greek

  • ακουμπητός — ή, ό και ακουμπιστός αυτός που στηρίζεται κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακουμπώ. ΠΑΡ. ακούμπητος] …   Dictionary of Greek

  • ακούμπητος — η, ο και ακούμπιστος 1. αυτός που δεν έχει στηριχτεί κάπου 2. που δεν έχει ξεκουραστεί καθόλου, που δουλεύει ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ακουμπητός με αναβιβασμό τού τόνου, από όπου και η στερητική σημασία του επιθέτου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”